ΕΡΓΑΣΙΑ >> 6. Διαβάστε το τμήμα «Το Τρίτο και πιο Σημαντικό Εμπόδιο στη Μελέτη: Η Παρανοημένη Λέξη».

ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ

Το τρίτο και πιο σημαντικό εμπόδιο στη μελέτη: η παρανοημένη λέξη

Το τρίτο και πιο σημαντικό εμπόδιο στη μελέτη είναι η παρανοημένη λέξη. Μια παρανοημένη λέξη είναι μια λέξη που κάποιος δεν έχει κατανοήσει ή την έχει κατανοήσει λανθασμένα.

Μπορεί να εμφανιστεί ένα τελείως διαφορετικό σύνολο σωματικών αντιδράσεων όταν προσπεράσει κανείς στο διάβασμα λέξεις που δεν κατανοεί. Το να προσπερνά μια λέξη που δεν έγινε κατανοητή προκαλεί μια ξεκάθαρη αίσθηση κενού ή μια αίσθηση πλήρους εξάντλησης. Μπορεί να επακολουθήσει είτε µια αίσθηση ότι το άτοµο «είναι αλλού» είτε κάποια νευρική υστερία (υπερβολική ανησυχία).

Η σύγχυση ή η ανικανότητα ενός ατόµου να κατανοεί ή να µαθαίνει έρχεται µετά από µια λέξη της οποίας δε γνώριζε τον ορισµό και δεν κατανόησε.

Η παρανοημένη λέξη είναι πολύ πιο σημαντική από τα άλλα δύο εμπόδια. Η παρανοημένη λέξη καθορίζει την ικανότητα ή ανικανότητα μάθησης κάποιου και είναι αυτό που προσπαθούσαν να εξετάσουν οι ψυχολόγοι επί χρόνια χωρίς να αναγνωρίζουν τι ήταν.

Απ’ αυτό το εµπόδιο και µόνο, ξεκινούν πολλές δυσκολίες στη µελέτη. Η µελέτη µετά από παρανοηµένες λέξεις παράγει ένα τόσο ευρύ πεδίο διανοητικών επενεργειών, που από µόνη της είναι ο πρωταρχικός παράγοντας ηλιθιότητας και πολλών άλλων ανεπιθύµητων καταστάσεων.

Αν ένα άτοµο δεν είχε παρανοηµένες λέξεις, ανεξάρτητα από το αν είχε ταλέντο ή όχι, θα µπορούσε να βάζει σ’ εφαρµογή τη γνώση του σ’ αυτό το θέμα.

Υπάρχουν δύο συγκεκριµένα φαινόµενα τα οποία απορρέουν από παρανοηµένες λέξεις.

Πρώτο φαινόμενο

Όταν ένας μαθητής προσπερνά μια λέξη που δεν έχει κατανοήσει, το κομμάτι αμέσως μετά απ’ αυτή τη λέξη αποτελεί κενό στη μνήμη του.

Μπορείτε όμως να εντοπίσετε τη λέξη ακριβώς πριν το κενό, να φροντίσετε να την κατανοήσετε και ν’ ανακαλύψετε ότι, ως εκ θαύματος, η προηγούμενη κενή περιοχή στην ύλη που μελετάτε δεν είναι πια κενή. Είναι σκέτη µαγεία.

Σας έτυχε ποτέ να φτάσετε στο τέλος μιας σελίδας και να συνειδητοποιήσετε ότι δεν ξέρατε τι είχατε διαβάσει; Κάπου πρωτύτερα σ’ εκείνη τη σελίδα προσπεράσατε µια λέξη για την οποία δεν είχατε ορισµό ή είχατε λανθασµένο ορισµό.

Να ένα παράδειγμα: «Βρέθηκε ότι όταν πλησίαζε η αµφιλύκη τα παιδιά ήταν πιο ήσυχα κι ότι όταν δεν ήταν παρούσα ήταν πολύ ζωηρότερα». Αυτό που συμβαίνει είναι ότι νομίζετε πως δεν καταλαβαίνετε το όλο νόημα, αλλά η αδυναμία να καταλάβετε προέρχεται ολοκληρωτικά από τη μία και μοναδική λέξη για την οποία δεν είχατε ορισµό, τη λέξη αμφιλύκη, που σημαίνει «σούρουπο ή μισοσκόταδο».

Δεύτερο φαινόμενο

Ένας παρανοημένος ορισμός ή ένας μη κατανοητός ορισμός ή μια λέξη για την οποία δεν έχετε ορισμό μπορούν ακόμα και να σας αναγκάσουν να εγκαταλείψετε τη μελέτη ενός θέματος και να φύγετε από το μάθημα ή την τάξη. Όταν αποχωρεί κάποιος κατ’ αυτό τον τρόπο, λέµε ότι την κοπανάει ή ότι κάνει κοπάνα.

Όλοι μας έχουμε δει ανθρώπους οι οποίοι έχουν ξεκινήσει με ενθουσιασμό να μελετούν κάτι και λίγο καιρό μετά διαπιστώνουμε ότι το άτομο παράτησε τη μελέτη επειδή ήταν «βαρετή» ή «δεν ήταν αυτό που νόμιζε ότι θα ήταν». Ξεκίνησε να μάθει κάποια δεξιότητα ή να πάει σε νυχτερινό σχολείο για να πάρει το δίπλωμά του, αλλά ποτέ δεν έφτασε ως το τέλος. Άσχετα με το πόσο λογικές μπορεί να είναι οι δικαιολογίες τους, το θέμα είναι ότι παράτησαν το θέμα ή έφυγαν από το μάθημα. Αυτό είναι κοπάνα. Το άτομο την κάνει κοπάνα για ένα κύριο λόγο: την παρανοημένη λέξη.

Τα δυο άλλα εµπόδια στη µελέτη –έλλειψη µάζας ή πολύ απότοµη βαθµίδωση– δεν κάνουν απαραίτητα κάποιον να την κοπανήσει. Απλώς, παράγουν σωµατικά φαινόµενα. Αλλά η παρανοηµένη λέξη µπορεί να κάνει ένα µαθητή να την κοπανήσει.

Υπάρχει µια καθορισµένη σειρά ενεργειών που ακολουθούν µια παρανοηµένη λέξη:

Όταν ο μαθητής δεν καταλαβαίνει μια λέξη, εισέρχεται σε κατάσταση μη κατανόησης (κατάσταση κενού) σχετικά με τα αμέσως επόμενα. Η λύση που βρίσκει τότε ο μαθητής για την κατάσταση κενού είναι να διαφοροποιηθεί από αυτήν – που σημαίνει να ξεχωρίσει τον εαυτό του απ’ αυτήν.

Τώρα, που ο µαθητής έχει διαχωριστεί απ’ την περιοχή που µελετούσε, δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα το τι κάνει σε σχέση µε το θέµα ή µε σχετικά πράγµατα ή δραστηριότητες. Αυτή είναι η στάση –ο διαχωρισµός ή η διαφοροποίηση– που προηγείται της διάπραξης κάποιας επιζήµιας ενέργειας προς κάποιον ή κάτι.

Για παράδειγµα, ένας µαθητής στο σχολείο ο οποίος άφησε παρανοηµένες λέξεις σε κάποιο µάθηµα, δεν θα ενδιαφέρεται για το τι συµβαίνει στην τάξη, πιθανώς να κακολογήσει το θέµα στους φίλους του και µπορεί ακόµα και να προκαλέσει ζηµιά στον εξοπλισµό της αίθουσας ή να χάσει το βιβλίο του µαθήµατος.

Ωστόσο, οι άνθρωποι είναι κατά βάθος καλοί. Όταν ένα άτοµο διαπράττει µια επιζήµια ενέργεια, προσπαθεί έπειτα να συγκρατήσει τον εαυτό του από τη διάπραξη κι άλλων επιζήµιων πράξεων. Αυτό συνοδεύεται από την εύρεση τρόπων κατά τους οποίους «αδικήθηκε» απ’ τους άλλους προκειµένου να δικαιολογήσει τις ενέργειές του, καθώς και από παράπονα, γκρίνια και συµπεριφορά του στιλ «κοίτα τι µου έκανες». Αυτοί οι παράγοντες δικαιολογούν στο µυαλό του µαθητή την αποχώρησή του ή αλλιώς, την κοπάνα του.

Αλλά τα περισσότερα συστήµατα εκπαίδευσης, που ως συνήθως αποδοκιµάζουν τις κοπάνες, κάνουν το µαθητή να αποτραβηχτεί πραγµατικά από το θέµα της µελέτης (οτιδήποτε κι αν µελετούσε) και να στήσει στη θέση του διανοητικούς µηχανισµούς οι οποίοι µπορούν να δέχονται και να επιστρέφουν προτάσεις και φράσεις. Ένα άτοµο µπορεί να στήσει διανοητικούς µηχανισµούς όταν χάσει το ενδιαφέρον του γι’ αυτό που κάνει, αλλά νιώθει ότι πρέπει να συνεχίσει να το κάνει.

Έχουµε τώρα «το γρήγορο µαθητή που για κάποιο λόγο δεν εφαρµόζει ποτέ αυτά που µαθαίνει», ο οποίος ονοµάζεται επίσης µαθητής «φωστήρας».

Το συγκεκριμένο φαινόμενο τότε είναι ότι ένας μαθητής μπορεί να μελετήσει κάποιες λέξεις και να τις πει και, παρ’ όλα αυτά, να μη συμμετέχει καθόλου στην πράξη. Ο μαθητής παίρνει άριστα στις εξετάσεις, αλλά δεν μπορεί να εφαρμόσει τα δεδομένα.

Ο τελείως κουτός μαθητής έχει απλώς κολλήσει στην κατάσταση κενού, λόγω της έλλειψης κατανόησης που ακολουθεί κάποια παρανοημένη λέξη. ∆ε θα είναι σε θέση να επιδείξει την ύλη του µε το σετ επίδειξης ή µε πλαστελίνη, και τέτοιες δυσκολίες είναι σαφής ένδειξη ότι υπάρχει παρανοηµένη λέξη.

Ο «πολύ εύστροφος» µαθητής που όµως δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει τα δεδοµένα δε βρίσκεται καν εκεί. Έχει πάψει από καιρό να αντιµετωπίζει (να κοιτάζει καταπρόσωπο χωρίς να ταράζεται ή ν’ αποφεύγει) την ύλη του θέµατος ή το θέµα.

Η λύση και για τις δύο αυτές καταστάσεις, της «λαµπρής ακατανοησίας» ή της «χαζοµάρας», είναι να βρεθεί η παρανοηµένη λέξη.

Αυτή η ανακάλυψη της σπουδαιότητας της παρανοηµένης λέξης , ανοίγει πραγµατικά την πόρτα στην εκπαίδευση. Παρ’ όλο που αυτό το εμπόδιο στη μελέτη αναφέρθηκε τελευταίο, είναι το πιο σημαντικό.