ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΑ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
ακάλυπτος:

(στρατιωτική ορολογία) που είναι εκτεθειμένος σε επίθεση, απροστάτευτος ή ανυπεράσπιστος εξαιτίας έλλειψης άμυνας στις πλευρές. Όταν οι πλευρές ενός στρατού αποτελούν το αδύναμο σημείο του, γίνονται συχνά στόχος εχθρικής επίθεσης.

ακμάζουσα:

που κατέχει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά για να αναπτυχθεί πλήρως:

αντιμετωπίζω:

αντικρίζω κάτι χωρίς να ταράζομαι ή να το αποφεύγω. Η ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς είναι στην πραγματικότητα η ικανότητα να είναι εκεί, άνετα και να αντιλαμβάνεται.

Απαλάχια Όρη:

οροσειρά στην βορειοανατολική Αμερική, σχεδόν παράλληλη με την ακτή του Ατλαντικού, τα οποία εκτείνοντα απο τη βόρεια Αλαμπάμα μέχρι το Κεμπέκ του Καναδά

αρχή:

ένας επακριβώς διατυπωμένος νόμος ή κανόνας συμπεριφοράς ή μια δήλωση γενικής αλήθειας.

άσχημη θέση:

δυσκολία ή μπελάς

βαθμίδωση:

βαθµιαία προσέγγιση σε κάτι που γίνεται βήµα βήµα, επίπεδο επίπεδο, όπου κάθε βήµα ή επίπεδο µπορεί να επιτευχθεί εύκολα, έτσι ώστε τελικά πολύπλοκες και δύσκολες δραστηριότητες να µπορούν να επιτευχθούν µε σχετική ευκολία. Ο όρος βαθμίδωση ισχύει επίσης για κάθε ένα από τα βήματα που γίνονται σε μια τέτοια προσέγγιση.

βιβλία:

γραπτά αρχεία που διαθέτει μία επιχείρηση όπου καταγράφονται τα χρήματα που εισπράττονται ή ξοδεύονται:

γραμμή επικοινωνίας:

η διαδρομή κατά μήκος της οποίας μία επικοινωνία μεταδίδεται από ένα άτομο σε ένα άλλο.

γραφειοκρατία:

διοικητικό σύστημα στο οποίο η ανάγκη για προτίμηση σε πολύπλοκες διαδικασίες εμποδίζει την αποτελεσματική δράση.

δεκανέας:

κατώτερος αξιωματικός σε διάφορες δυνάμεις του στρατού.

Διαχειριστική Κλίμακα:

Η Διαχειριστική Κλίμακαμια κλίμακα που δίνει τη σειρά (και τη σχετική προτεραιότητα) θεμάτων που σχετίζονται με την οργάνωση: στόχοι, σκοποί, πολιτική, σχέδια, προγράμαματα, εντολές, ιδανικές σκηνές, στατιστικές, πολύτιμα τελικά προϊόντα. Υπάρχει ένα πλήθος στοιχείων που πρέπει να λειτουργούν συντονισμένα ώστε να έχεις επιτυχία στην υλοποίηση του στόχου που έχεις οραματιστεί. Αυτή η κλίμακα χρησιμοποιείται για να βοηθήσει κάποιον να τα ευθυγραμμίσει.

δυναμικό:

μια ώθηση προς επιβίωση που ακολουθεί μια συγκεκριμένη πορεία· μια ώθηση προς ύπαρξη σ’ έναν τομέα της ζωής. Υπάρχουν οκτώ δυναμικά: (1) ο εαυτός· (2) το σεξ και η οικογένεια· (3) οι ομάδες· (4) η ανθρωπότητα· (5) οι μορφές ζωής· (6) το φυσικό σύμπαν· (7) τα πνεύματα· και (8) το Υπέρτατο Ον.

έκθεση:

οποιαδήποτε από τις μεγάλες δημόσιες επιδείξεις στις οποίες πολλά διαφορετικά έθνη εκθέτουν τα πολιτιστικά, βιομηχανικά, αγροτικά και επιστημονικά προϊόντα τους. Οι εκθέσεις παρουσιάζουν επίσης σχέδια για νέες μεθόδους μεταφοράς, αρχιτεκτονικής, ενεργειακών συστημάτων κ.λπ. τα οποία έχουν προκύψει από τις τεχνολογικές προόδους.

ελιγμός:

οποιαδήποτε κίνηση ή διαδικασία που έχει σχεδιαστεί ως επιδέξιο βήμα προς έναν αντικειμενικό σκοπό, όπως κάνουν οι στρατιωτικές ή οι ναυτικές μονάδες, οι οποίες είναι οργανωμένες να μετακινούνται ή να αλλάζουν τοποθεσία κλπ., ώστε να είναι σωστά τοποθετημένες για να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές δυνάμεις.

Ελληνικό θέατρο:

μια υπαίθρια κατασκευή όπου ο κόσμος έβλεπε θεατρικά έργα. Τα ελληνικά θέατρα χτίστηκαν ακολουθώντας το σχήμα φυσικών λόφων. Τα καθίσματα ήταν φτιαγμένα από πέτρινους ή μαρμάρινους πάγκους και κατηφόριζαν από την κορυφή προς τη βάση του λόφου. Εκεί βρισκόταν μια κυκλική περιοχή όπου λάμβανε χώρα η παράσταση.

εξοπλισμός:

όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ή είναι απαραίτητα σε οποιαδήποτε επιχείρηση ή σειρά εργασιών

επικερδής:

που φέρνει κέρδος ή πλούτη.

επικοινωνία:

μια ανταλλαγή ιδεών διά μέσου του χώρου μεταξύ δύο ατόμων.

ευθυγραμμίζομαι:

βρίσκομαι ή κάνω τις απαραίτητες ενέργειες για να συντονιστώ ή να συμφωνήσω με κάτι.

ήθη:

τα έθιμα, η κοινωνική συμπεριφορά και οι ηθικές αξίες μιας συγκεκριμένης ομάδας.

κακώς κείμενο:

κατάσταση ή περίπτωση που κάτι είναι λάθος, ελλιπές ή λανθασμένο.

κατάχρηση χρημάτων:

η ενέργεια ή η περίσταση να πάρει κάποιος για προσωπική του χρήση, χρήματα ή ιδιοκτησία που του έχουν δοθεί από άλλους για να διαχειρίζεται, ελλείψει γνώσης τους.

κοινοβούλιο (ια) :

το εθνικό νομοθετικό σώμα της Μεγάλης Βρετανίας και πολλών άλλων χωρών. Τα κοινοβούλια αποτελούνται απο αιρετούς και μερικές φορές από μη αιρετούς αντιπροσώπους.

λιμάνι της Βοστόνης:

η Βοστόνη είναι η πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης και βρίσκεται σε ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ. Το λιμάνι χρησιμοποιούνταν ευρέως για την κατασκευή πλοίων και άλλες σχετικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Εντούτοις όμως, οι εγκαταστάσεις χάλασαν με τον καιρό, στα χρόνια μετά τον πόλεμο, χωρίς να γίνουν ιδιαίτερες ανακαινίσεις, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

μόδα :

(της μόδας) αυτό που το προτιμούν όλοι, που απολαμβάνει ευρείας αποδοχής, το δημοφιλές.

οργανόγραμμα:

πίνακας που παρουσιάζει τις λειτουργίες, τα καθήκοντα, τις γραμμές επικοινωνιών, τη σειρά των ενεργειών και την ηγεσία ενός οργανισμού. Δείχνει το μοντέλο της οργάνωσης για την απόκτηση ενός προϊόντος.

οργή:

θυμός ή αγανάκτηση

ορδές:

μεγάλα πλήθη ανθρώπων.

παίρνω μπρος:

κινητοποιούμαι, αποκτώ κίνηση (για δραστηριότητα, ενδιαφέρον κ.λπ.).

πενταετές σχέδιο:

οποιοδήποτε σχέδιο για εθνική οικονομική ανάπτυξη που καθορίζει τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν μέσα σε χρονική περίοδο πέντε χρόνων.

πιστωτές.

άτομα ή εταιρίες στους οποίους χρωστάνε χρήματα.

πλεονέκτημα:

η αξία, το προσόν, ή το ωφέλιμο χαρακτηριστικό κάποιου πράγματος.

προβληματικός:

υποκείμενος σε πτώση ή κατάρρευση λόγω αδυναμίας, ετοιμόρροπος.

προκεχωρημένος:

στρατιωτική βάση με μικρή ομάδα στρατευμάτων που βρίσκεται σε απόσταση από τον κύριο στρατιωτικό κορμό, στην οποία έχει ανατεθεί να προστατεύει συγκεκριμένη τοποθεσία ή περιοχή.

Σαηεντολογία:

είναι η εφαρμοσμένη θρησκεία που ασχολείται με τη μελέτη της γνώσης, η οποία μέσω της εφαρμογής της τεχνολογίας της μπορεί να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές στις καταστάσεις της ζωής. Αναπτύχθηκε επί ένα τρίτο του αιώνα από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ. Ο όρος Σαηεντολογία προέρχεται από τη λατινική λέξη scio (που σημαίνει «γνωρίζω», με την πληρέστερη έννοια της λέξης) και την ελληνική λέξη λόγος (μελέτη). Η Σαηεντολογία ορίζεται περαιτέρω ως «η μελέτη του πνεύματος και η ενασχόληση μ’ αυτό σε σχέση με το ίδιο, τα σύμπαντα και την υπόλοιπη ζωή.

στοργή:

αγάπη, αρέσκεια ή οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική διάθεση, ο βαθμός αρεσκείας. Ο βασικός ορισμός της στοργής είναι η θεώρηση της απόστασης, είτε είναι καλή είτε κακή.

σύμφυτη:

που ενυπάρχει σε κάτι φυσικά, μόνιμα, ουσιαστική ή χαρακτηριστική ιδιότητα ή γνώρισμα.

σύνταγμα:

μόνιμη στρατιωτική ομάδα που συνήθως αποτελείται από χιλιάδες στρατιώτες.

σχέδιο μάχης:

μια σειρά από ακριβείς και εφικτούς στόχους για την επόμενη ημέρα ή εβδομάδα που προωθεί το στρατηγικό σχεδιασμό ενός ατόμου ή μιας ομάδας.

τέρμιναλ:

ένα άτομο, σημείο ή τοποθεσία που μπορεί να λάβει, να αναμεταδώσει ή να στείλει μια επικοινωνία. Ο όρος προέρχεται από το πεδίο των ηλεκτρονικών, όπου τέρμιναλ (ακροδέκτης) είναι ένα από τα δύο σταθερά σημεία μεταξύ των οποίων κινείται μια ροή ενέργειας. Ένα παράδειγμα είναι η μπαταρία του αυτοκινήτου που έχει συνδεδεμένα δύο τέρμιναλ (ακροδέκτες) όπου η ενέργεια ρέει από το ένα προς το άλλο. Στη Σαηεντολογία, δυο άνθρωποι που επικοινωνούν αποκαλούνται τέρμιναλ γιατί η επικοινωνία ρέει μεταξύ τους.

τεχνολογία:

οι μέθοδοι εφαρμογής μιας τέχνης ή μιας επιστήμης, σε αντιδιαστολή με την απλή γνώση αυτής της επιστήμης ή τέχνης. Στη Σαηεντολογία, ο όρος τεχνολογία αναφέρεται στις μεθόδους εφαρμογής των αρχών της Σαηεντολογίας για την βελτίωση των λειτουργιών της διάνοιας και την αποκατάσταση των δυνατοτήτων του πνεύματος, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ.

τρώγλη:

χαρακτηρισμός σπιτιού μικρού, σε άθλια κατάσταση, ανήλιου και συχνά υπόγειου.